- ολμοβόλο
- τοείδος πυροβόλου μεγάλης καμπύλης τροχιάς, που εκτοξεύει όλμους.[ΕΤΥΜΟΛ. < όλμος + -βόλο (< βάλλω), πρβλ. οβιδο-βόλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Παπαρρηγόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λομπάρδα — και λουμπάρδα, ἡ (Μ) 1. ολμοβόλο όπλο, κανόνι 2. κανονιοβολισμός, κανονιά 3. φρ. «δίνω λουμπάρδες» κανονιοβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. lombarda] … Dictionary of Greek
οβίδα — η στρ. το βλήμα πυροβόλου ή όλμου το οποίο έχει κύλινδρο κωνικό σχήμα, περιέχει γόμωση από εκρηκτικές όλες και εκρήγνυται στο έδαφος ή στον αέρα σε ρυθμιζόμενο ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. obus (< γερμ. Haubitze «ολμοβόλο») + κατάλ. ίδα. Η λ.… … Dictionary of Greek
όλμος — Πυροβόλο με μήκος κατώτερο των δέκα διαμετρημάτων και βασικά χαρακτηριστικά τη χαμηλή αρχική ταχύτητα των βλημάτων του και τη μεγάλη καμπυλότητα της τροχιάς τους. Η βολή του ό. γίνεται με γωνίες ύψωσης ανώτερες των 45° και συνεπώς με μεγάλες… … Dictionary of Greek
όλμος — ο πυροβόλο όπλο με κοντό σωλήνα και μεγάλη διάμετρο, αλλ. ολμοβόλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)